- τετράγλώχις
- τετρά-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,A with four angles, square,
καὶ σὺ -γλώχιν . . Μαιάδος Ἑρμᾶ AP6.334
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καὶ σὺ -γλώχιν . . Μαιάδος Ἑρμᾶ AP6.334
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραγλώχις — ινος, ό, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι γλώχις] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek